- πανδώτειρα
- παν-δώτειρα, ἡ, Beiname der Erde u. der Natur
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανδώτειρα — giver of all fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδώτειρα — ή, Α (ως επίθετο τής γης και τής φύσης) αυτή που παρέχει τα πάντα, που χαρίζει κάθε αγαθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δώτειρα, θηλ. τού δωτήρ] … Dictionary of Greek
πανδώτειραν — πανδώτειρα giver of all fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)